σαλεσιανοί

σαλεσιανοί
οι, Ν
εκκλ. ονομασία δύο ρωμαιοκαθολικών μοναστικών ταγμάτων, ενός ανδρικού και ενός γυναικείου, που είναι αφιερωμένα στην διακονία τής νεολαίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”